κρανοφόρος

κρανοφόρος
-ο
αυτός που φορά κράνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δορυ-φόρος, τυφεκιο-φόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Δημήτριο Αλ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρανοφόρος — α, ο αυτός που φορά κράνος: Κρανοφόροι αστυφύλακες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”